ζυμωσιογόνος

ζυμωσιογόνος
-ο
1. αυτός που προκαλεί ζύμωση
2. φρ. «ζυμωσιογόνος δύναμη» — η ικανότητα ενός μικροοργανισμού να παράγει ζύμωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζύμωση (-ις) + -γονος < γίγνομαι. Η λ. ζυμωσιογόνος (χωρίς συνδετικό φωνήεν) μαρτυρείται από το 1881 στον Ηρ. Μητσόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζυμωτικός — ή, ό (Α ζυμωτικός, ή, όν) [ζυμώ] αυτός που προκαλεί ζύμωση, ο ζυμωσιογόνος νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στο ζύμωμα ή ο κατάλληλος για ζύμωμα («ζυμωτική μηχανή») 2. το ουδ. ως ουσ. το ζυμωτικό το ένζυμο 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ζυμωτικά η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”